- μεσοκυττάριος
- ος, ο[ν] анат. межклеточный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσοκυττάριος — α, ο θηλ. και ος 1. αυτός που διαπλάσσεται ή βρίσκεται ανάμεσα στα κύτταρα ή αυτός που συνδέει μεταξύ τους τα κύτταρα («μεσοκυττάριος χώρος») … Dictionary of Greek
σχιζογενής — ές, Ν φρ. «σχιζογενής μεσοκυττάριος χώρος» βοτ. μεσοκυττάριος χώρος που δημιουργείται με τον αποχωρισμό τών εφαπτόμενων τοιχωμάτων δύο γειτονικών κυττάρων … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… … Dictionary of Greek